Η φωτογένεια του ανεπιτήδευτου
Η περιοχή των Καμβουνίων δεν παρουσιάζει σημαντικά δείγματα ζωγραφικής κατά τη βυζαντινή περίοδο, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι οι δωρητές και οι ζωγράφοι της περιοχής δεν είχαν άμεση γνώση της βυζαντινής ζωγραφικής κατά τη μεταβυζαντινή περίοδο. Σπουδαία δείγματα ζωγραφικής στα γειτονικά Σέρβια και την Αιανή καθώς και στη γειτονική Μονή Κοίμησης στο Τορνίκι Γρεβενών βρισκόταν στο άμεσο περιβάλλον των κοινοτήτων των Καμβουνίων, και φαίνεται να επηρέασαν βαθιά την αίσθηση της καλαισθησίας των κατοίκων. Οι κυρίαρχες τάσεις της βυζαντινής και πρώιμης μεταβυζαντινής ζωγραφικής της ευρύτερης περιοχής της Δυτικής Μακεδονίας κι ιδιαίτερα αυτές της Καστοριάς και των Πρεσπών δίνουν τον τόνο για την εκκίνηση της καλλιτεχνικής δημιουργίας στην περιοχή των Καμβουνίων, όμως τα καλλιτεχνικά αποτελέσματα των ζωγράφων που εργάζονται στον συγκεκριμένο χώρο αποκτούν βαθμιαία έναν ιδιαίτερο και αναγνωρίσιμο χαρακτήρα.


Κατά τον 16ο αιώνα η ζωγραφική στα Καμβούνια επικοινωνεί με τις περιρρέουσες τάσεις της μεταβυζαντινής τέχνης έτσι όπως αυτή ασκείται στον ευρύτερο βορειοελλαδικό χώρο. Χαρακηριστικό είναι το παράδειγμα του ναού της Παναγίας στο Τριγωνικό, έργο ζωγράφων των μέσων του 16ου αιώνα, που αν και αποτελεί μια μάλλον επαρχιακή παραλλαγή των κυρίαρχων τάσεων της τοιχογραφικής τέχνης δεν υποπίπτει ποτέ στον χειροτεχνικό χάρακτήρα αλλά αντίθετα διατηρεί υψηλή ποιότητα και ακρίβεια με τους ζωγράφους να δείχνουν ιδιαίτερη οξυδέρκεια στην οργάνωση του εικονογραφικού προγράμματος και μεγάλη δεξιοτεχνία στην απόδοση της λεπτομέρειας και των διακοσμητικών μοτίβων
Κατά τη διάρκεια του 17ου αιώνα η ζωγραφική στα Καμβούνια εξελίσσεται σε δύο διακριτές τάσεις που αποτελούν μεν συνέχεια των καλλιτεχνικών αναζητήσεων των ζωγράφων του 16ου αιώνα, εξελίσσονται όμως διαφορετικά, ιδιαίτερα κατά το πρώτο μισό του 17ου αιώνα. Οι δύο αυτές τάσεις συνυπάρχουν παράλληλα και συχνά συδιαλέγονται ακόμα και στο ίδιο μνημείο, όπως συμβαίνει π.χ. στον ναό του Αγίου Αθανασίου στο Ρύμνιο, τον Άγιο Αθανάσιο στο Λιβαδερό και στο ναό του Αγίου Δημητρίου στο Φρούριο. Οι έντονες χρωματικές αντιθέσεις και οι μονόχρωμες επιφάνειες του βάθους είναι χαρακτηριστικά γνωρίσματα της πρώτης τάσης, όπως επίσης και μια γενικότερη αδιαφορία για την ακρίβεια του σχεδίου και την ορθολογική οργάνωση. Θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι η υποβάθμιση στην ποιότητα της ζωγραφικής που αντικατοπτρίζεται σε αυτήν την πρώτη τάση είναι χαρακτηριστική σε πολλές άλλες περιοχές της οθωμανικής αυτοκρατορίας και θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως απότοκο της οικονομικής δυσπραγίας των υποδούλων χριστιανών στα τέλη του 16ου και τις αρχές του 17ου αιώνα.


Η δεύτερη ζωγραφική τάση στα Καμβούνια εναρμονίζεται με τις πιο καινοτόμες τάσεις που εμφανίζονται σε ζωγραφικά δείγματα των μέσων του 17ου αιώνα συνδυάζοντας ακρίβεια στο σχέδιο και μια προσεγμένη απόδοση της διακοσμητικής λεπτομέρειας. Η τάση αυτή διακρίνεται από έναν σαφώς πιο περιορισμένο χρωματικό ρεπερτόριο και εκτεταμένους εικονογραφικούς κύκλους, υποδηλώνοντας μια υφέρπουσα τάση των δωρητών και των ζωγράφων για εκλεκτικιστικά αποτελέσματα. Ιδιαίτερη ρόλο στην εμφάνιση της συγκεκριμένης ζωγραφικης τάσεις παίζουν τα μετακινούμενα συνεργεία ζωγράφων, που αποκτούν ιδιαίτερη δυανμική στο πρώτο μισό του 17ου αιώνα. Τα υπερδραστήρια εργαστήρια λ.χ. του Γράμμου και του Λινοτοπίου επηρέσαν άρδην την αισθητική αλλαγή των χριστιανών στην ευρύτερη περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας, αλλά φαίνεται να έχουν αφήσει το αποτύπωμά τους και στην περιοχή των Καμβουνίων, μια υπόθεση που χρήζει όμως περαιτέρω διερεύνησης.
Το πρώτο μισό του 18ου αιώνα αποτελεί την εποχή της άνθισης της ζωγραφικής τέχνης στην περιοχή των Καμβουνίων. Αυτή την περίοδο εμφανίζονται τόσο συντηρητικές τάσεις που επαναλαμβάνουν τα ασιθητικά αποτελέσματα και τις εικονογραφικές αναζητήσεις του δεύτερου μισού του 17ου αιώνα, όσο και καινοτόμες τάσεις που προοιωνίζουν την αισθητική αλλαγή που θα έρθει κατά το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα με τον ερχομό του μπαρόκ και την παράλληλη έξαρση των λαϊκών μετακινούμενων ζωγράφων. Στα Καμβούνια η ταση αυτή εμφανίζεται ταυτόχρονα σχεδόν στο Τρανόβαλτο, την Πάδη, το Φρούριο και την Ελάτη με σπουδαιότερα παραδείγματα αυτά του ναού της Αγίας Παρασκευής στην Πάδη και της Αγίας Παρασκευής στην Ελάτη. Η αισθητική αλλαγή που γίνεται πλέον του συρμού εμπεριέχει απλά εικονογραφικά προγράμματα αλλά και μια σαφή αλλαγή στη γεωμετρία της φόρμας και τα μορφολογικά χαρακτηριστικά. Οι έντονες χρωματικές αντιθέσεις και η έξαρση των διακοσμητικών μοτίβων εμπλουτίζουν το τελικό ασιθητικό αποτέλεσμα της ζωγραφικής. Σε παρόμοια αποτελέσματα καταλήγουν και οι μετακινούμενοι ζωγράφοι από το Λοζέτσι (νυν Ελληνικό) της Ηπείρου στον ναό του Αγίου Νικολάου μεταξύ του Τρανόβαλτου και του Φρουρίου, που κινούνται στην περιοχή έχοντας ήδη ζωγραφίσει τον μητροπολιτικό ναό του Αγίου Νικολάου στην Κοζάνη.


Ο 19ος αιώνας, αποτελεί μια εποχή ριζικών αλλαγών στη ζωγραφική, ένα φαινόμενο άλλωστε που δεν περιορίζεται στην περιοχή των Καμβουνίων αλλά σε όλες τις κοινότητες των χριστιανών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι αλλαγές υπαγορεύονται κυρίως από τις αλλαγές στη μορφολογία των εκκλησιών που αυξάνουν σε μέγεθος και κυρίως σε ύψος καθιστώντας ιδιαίτερα ακριβή την ιστόρηση ολόκληρου του ναού με τοιχογραφίες, Τον ρόλο της διακοσμητικής καλαισθησίας καλείται να διαδραματίσει πλέον το ξυλόγλυπτο ή το γραπτό τέμπλο που αυξάνει κι αυτό σε ύψος και περιπλοκότητα. Αν και στην περιοχή δραστηριοποιούνται σπουδαία καλλιτεχνικά εργαστήρια, η ζωγραφική των Καμβουνίων αρχίζει βαθμιαία να επαναλαμβάνει τις ίδιες φόρμες και να υποπίπτει σταδιακά σε έναν ιδιότυπο καλλιτεχνικό απομονωτισμό προσκαλώντας ζωγράφους με ιδιαίτερα έντονο το λαϊκό στοιχείο. Από άποψη ποσότητας των παραγγελιών τη μερίδα του λέοντος παίρνουν οι ζωγράφοι από τη Σαμαρίνα, δεν λείπουν όμως και ζωγράφοι από την Κοζάνη, την Εράτυρα και άλλες περιοχές της Δυτικής Μακεδονίας.
Στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα οι λαϊκές τάσεις κυριαρχούν πλέον στην περιοχή των Καμβουνίων με τους ζωγράφους που δραστηριοποιούνται στην συγκεκριμένη περιοχή να κινούνται αντίθετα προς τις κυρίαρχες τάσεις της αγιογραφίας που αναζητούν πλέον την εκλέπτυνση του νεοκλασικισμού και τις φυσιοκρατικές αποδόσεις των μορφών. Στο αισθητικό αυτό αποτέλεσμα -που παρουσιάζει, ωστόσο, μεγάλο ενδιαφέρον από άποψη ιστορίας της τέχνης- συντελούν ίσως και οι ιδιαίτερες πολιτικοοικονομικές συνθήκες που επικρατούν στην περιοχή με τους κατοίκους και τους οικισμούς τους να έχουν πληγεί ανεπανόρθωτα από την εκδίκηση των Οθωμανών μετά την Επανάσταση του 1854. Χαρακτηριστική είναι μια ενθύμηση ιερέα από το χωριό Λαζαράδες, που βρίσκεται σε παλαίτυπο στο ναό της Κοίμησης της Θεοτόκου:
«Εγώ Παπα-Αναστάσιος γράφω από χωρίον Λαζαράδες και δηλώνω διδάσκαλος ενθύμηση τον καιρόν όντας ήρθαν καπεταναρέοι και σήκωσαν τον κόσμον Δεσκάτης, Λουζιανής, Λαζαράδων, Τρανοβάλτου, Μικροβάλτου, Πάδης, Μόκρου, Μεταξά, όντας ήρθε ο Ζιάκας…Αναγνώστη ο Δημήτρης Σιαπέρας του Χρηστάκη παιδί, ο Στέλιος του Μπζιώτα παιδιί, και χάλασαν τον ΄σοσμον και πήραν τον κόσμον στο λαιμό τους και χάλασαν και τα βακούδια και την Παναγία στο Ζντιάνι τό καψαν ακι τον Αγιαντώνη το χάλασαν 1854-1855 τελος»
Η ζωγραφική του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα στα Καμβούνια, παρά τις αδυναμίες της, αποτελεί ένα ενδιαφέρον παράδειγμα καλλιτεχνικού απομωνοτισμού αλλά και ένα σαφές δείγμα επιμονής των κατοίκων να δαπανήσουν για την ζωγραφική τέχνη παρά τις αντικειμενικές δυσκολίες των καιρών τους,
